Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επαναπροσλαμβάνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαναπροσλαμβάνω [epanaproslamvávo] -ομαι Ρ αόρ. επαναπροσέλαβα, απαρέμφ. επαναπροσλάβει, παθ. αόρ. επαναπροσλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επαναπροσελήφθη, επαναπροσελήφθησαν, απαρέμφ. επαναπροσληφθεί : προσλαμβάνω κπ. εκ νέου.

[λόγ. επανα- προσλαμβάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες