Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επανακρίνω [epanakríno] -ομαι Ρ πρτ. και αόρ. επανέκρινα, απαρέμφ. επανακρίνει, παθ. αόρ. επανακρίθηκα, απαρέμφ. επανακριθεί : κρίνω κπ. ή κτ. για δεύτερη φορά: Επανακρίθηκε η αίτησή του και εγκρίθηκε.
[λόγ. επανα- κρίνω]