Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επέχω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επέχω [epéxo] Ρ πρτ. επείχα : (λόγ.) μόνο στην έκφραση επέχει θέση (με γεν. προσ. ή πργ.), είναι, λειτουργεί όπως αυτό, παίζει το ρόλο του: Επέχει θέση αντικειμένου / υποκειμένου.

[λόγ. < αρχ. ἐπέχω `κατέχω, προσφέρω΄ σημδ. γαλλ. tenir lieu]

[Λεξικό Κριαρά]
επέχω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Κρατώ, βαστώ κ.:
        • επέχεις σου τους κεραυνούς, τας φλόγας, τους πρηστήρας (Γλυκά, Στ. Β´ 28).
      • 2) (Προκ. για θέση) κατέχω:
        • (Ελλην. νόμ. 56624).
      • 3) Έχω (μέσα μου):
        • τούτον καθορώ Θεού σποράν επέχειν (Βίος Αλ. 551).
    • Β´ (Αμτβ.) υφίσταμαι, υπάρχω:
      • επέχει ανάγκη της εκκλησίας ως μη δύνασθαι προ του πωλείν βουλεύεσθαι (Ιστ. πατρ. 18217).
  • II. Μέσ.
    • 1) Έχω (μαζί μου):
      • επέχοντο μεθ’ εαυτών μυρίους … ευγενείς (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 243).
    • 2) Πιέζομαι από κ., εμποδίζομαι:
      • ει δε η κοιλία του ιέρακος επέχεται … (Ορνεοσ. αγρ. 53922).

[αρχ. επέχω. Τ. ’πέχο(υ)με σήμ. ιδιωμ. (Μπασέα-Μπεζαντάκου 1996: 206)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες