Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξωθώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξωθώ [eksoθó] -ούμαι Ρ10.9 : 1.ωθώ προς τα έξω, συνήθ. βίαια, κτ. 2. (μτφ.) παρακινώ έντονα ή πιεστικά κπ. να κάνει κτ. που δε θέλει: Εξωθεί τους εργάτες σε απεργία. Kαταδικάστηκε, γιατί εξώθησε στην πορνεία ένα ανήλικο κορίτσι. || οδηγώ σε δυσάρεστο αποτέλεσμα: H μοναξιά τον εξώθησε στην αυτοκτονία.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐξωθῶ `πετάω έξω΄· 2: σημδ. γαλλ. pousser]

[Λεξικό Κριαρά]
εξωθώ.
  • 1) Απομακρύνω, διώχνω, εκτοπίζω:
    • δυναστικῴ τρόπῳ βασιλείας τούτον εξέωσεν (Ψευδο-Σφρ. 17833).
  • 2) Παραμελώ:
    • πάσαν την συνήθειαν την θείαν εξωσμένην (Προδρ. ΙV 276).

[αρχ. εξωθέω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go