Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξοστρακίζω [eksostrakízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.επιβάλλω σε κπ. την ποινή του εξοστρακισμού: Ύστερα από σκληρούς πολιτικούς αγώνες ο Θεμιστοκλής κατόρθωσε να εξοστρακίσει τον Aριστείδη. β. (σπάν.) εξουδετερώνω κπ. 2. (παθ. για αντικείμενο, ιδ. βλήμα, που κινείται με μεγάλη ταχύτητα) προσκρούω πάνω σε κτ. και αλλάζω πορεία: H μπάλα εξοστρακίστηκε χτυπώντας στο κάθετο δοκάρι. Kατά τη διάρκεια των οδομαχιών τραυματίστηκαν πολίτες από εξοστρακισμένες σφαίρες.
[λόγ. < αρχ. ἐξοστρακίζω (στη σημ. 1α, επειδή η ψηφοφορία γινόταν με ὄστρακα, κομμάτια από αγγεία)]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξοστρακίζω.
-
- Διώχνω, απομακρύνω, εκτοπίζω:
- ξετρέχοντας τον οχουθρό να τον εξοστρακίσει (Τζάνε, Κρ. πόλ. 40718)·
- (μεταφ.):
- νουν και φρένα όλα γαρ εξοστρακίζει (ενν. ο έρως) (Ερμον. Ψ 13).
[αρχ. εξοστρακίζω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- Διώχνω, απομακρύνω, εκτοπίζω: