Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξορύσσω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξορύσσω [eksoríso] -ομαι Ρ2.2 : κάνω εξόρυξη: Aλατωρυχείο ονομάζεται το ορυχείο στο οποίο εξορύσσεται αλάτι.

[λόγ. < αρχ. ἐξορύσσω `σκά βω, βγάζω κτ. απ΄ το χώμα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go