Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξορκίζω [eksorkízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.ζητώ και ιδίως απαιτώ από κπ. να κάνει ή να μην κάνει κτ. συνήθ. επικαλούμενος κτ. ιερό, σεβαστό, αγαπητό κτλ.: Σε ~ στο όνομα του Θεού / στην ψυχή του πατέρα σου / στη ζωή των παιδιών σου να μη μαρτυρήσεις σε κανέναν αυτό που σου είπα. 2. (λόγ.) ξορκίζω1.
[λόγ.: 1: αρχ. ἐξορκίζω· 2: ελνστ. σημ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- εξορκίζω· ξορκίζω.
-
- 1) Παρακαλώ κάπ. να ορκιστεί σε κ. ιερό:
- (Αχιλλ. L 1290).
- 2) Διώχνω, απομακρύνω τα πονηρά πνεύματα:
- Ο Σολομών εξόρκισεν ένα δαιμόνιον μέγαν (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2084).
[αρχ. εξορκίζω. Η λ. και ο τ. και σήμ.]
- 1) Παρακαλώ κάπ. να ορκιστεί σε κ. ιερό: