Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξοικίζω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εξοικίζω.
  • Ξεσπιτώνω· ξεσηκώνω, αναστατώνω:
    • βούκινον οπὄδωκεν κι εξοίκισεν τον κόσμον (Συναξ. γαδ. 343).

[αρχ. εξοικίζω. Η λ. και τ. ’ξοικίζω (Somav.) και σήμ. ιδιωμ. (Andr.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go