Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξοδεύω· (ε)ξοδεύω.
-
- (Μτβ.) ξοδεύω, δαπανώ:
- όσα εξόδευσαν, έχουν την άδειαν να τα μαζώξουν (Επιστ. Μωάμ. Β́ 6725).
[μτγν. εξοδεύω. Ο τ. ξο‑ και σήμ. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- (Μτβ.) ξοδεύω, δαπανώ: