Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξιστορώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξιστορώ [eksistoró] -ούμαι Ρ10.9 : περιγράφω ένα γεγονός ή μια σειρά γεγονότων· διηγούμαι, αφηγούμαι: Tα γεγονότα του πολέμου εξιστορούνται κατά χρονολογική σειρά. Mου εξιστόρησε με λεπτομέρειες το γεγονός.

[λόγ. < ελνστ. ἐξιστορῶ, αρχ. σημ.: `ερευνώ να μάθω΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go