Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξευρίσκω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξευρίσκω [eksevrísko] -ομαι Ρ παθ. αόρ. εξευρέθηκα, απαρέμφ. εξευρεθεί : α.εξοικονομώ: ~ χρήματα / τρόφιμα. β. επινοώ.

[λόγ. < αρχ. ἐξευρίσκω `ανακαλύπτω΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go