Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξεικονίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξεικονίζω [eksikonízo] -ομαι Ρ2.1 : (σπάν.) 1. απεικονίζω. 2. περιγράφω με έμφαση.

[λόγ. < ελνστ. ἐξεικονίζω `εξηγώ με παρομοίωση΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go