Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξαφρίζω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εξαφρίζω.
  • Αφαιρώ τον αφρό:
    • Μοσκοκάρυδον … βράσε και εξάφρισον (Σταφ., Ιατροσ. 8230).

[μτγν. εξαφρίζω. Τ. ξα‑ σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go