Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξασθενώ
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξασθενώ [eksasθenó] Ρ10.9α μππ. εξασθενημένος : 1.εξασθενίζω1: Ο θόρυβος των μεγαλουπόλεων εξασθενεί την ακοή. Tο έιτζ εξασθενεί το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς. 2. γίνομαι λιγότερο έντονος ή λιγότερο αποτελεσματικός· εξασθενίζω2: Εξασθενεί ο οργανισμός του λόγω της αρρώστιας.

[λόγ. < αρχ. ἐξασθενῶ `είμαι τελείως αδύναμος΄]

[Λεξικό Κριαρά]
εξασθενώ (I).
  • Χάνω τη δύναμή μου, αδυνατίζω:
    • (Βίος Αλ. 4641
    • το βλέμμα αυτού εξασθενεί και βίᾳ αίρει (ενν. ο ιέραξ) τα βλέφαρα αυτού (Ιερακοσ. 38223).

[αρχ. εξασθενέω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
εξασθενώ (II)· ’ξασθενώ.
  • Είμαι καλύτερα στην υγεία μου, θεραπεύομαι:
    • Εχέρισεν να εξασθενεί (ενν. ο Ιμπέριος) ολίγον παρ’ ολίγον (Ιμπ. 749).

[<πρόθ. εκ + ασθενώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go