Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξαρχαΐζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαρχαΐζω [eksarxaízo] -ομαι Ρ2.1 : μεταβάλλω κτ., έτσι ώστε να αποκτήσει αρχαϊκά χαρακτηριστικά (ιδ. για τη γλώσσα, για το λόγο).

[λόγ. εξ- αρχα(ίος) -ίζω κατά το εξελληνίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go