Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξανδραποδίζω [eksanδrapoδízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) 1. πουλώ κπ. ως δούλο: Οι αιχμάλωτοι θανατώθηκαν ή εξανδραποδίστηκαν. 2. (μτφ.) αφαιρώ από κπ. κάθε στοιχείο ηθικής προσωπικότητας και τον μετατρέπω σε άβουλο όργανό μου.
[λόγ. < αρχ. ἐξανδραποδίζω]