Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξανίσταμαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξανίσταμαι [eksanístame] Ρ αόρ. γ' πρόσ. εξανέστη, εξανέστησαν : (λόγ.) θυμώνω και αντιδρώ πολύ έντονα σε κτ. που το θεωρώ τελείως απαράδεκτο: Mην εξανίστασαι· αυτά που παθαίνεις τώρα τα έκανες πρώτα εσύ στους άλλους. Εξανέστη με αυτά που άκουσε και αντέδρασε βίαια.

[λόγ. < αρχ. ἐξανίσταμαι `σηκώνομαι απ΄ τη θέση μου΄ σημδ. γαλλ. se soulever]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go