Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξαλλάσσω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εξαλλάσσω· ’ξαλλάσσω.
  • Αλλάζω, μεταβάλλομαι:
    • Αρχίνησε με πρόσοψιν … ’ξαλλαγμένη (Θησ. Ι´ [535]).

[αρχ. εξαλλάσσω. Τ. ’ξαλλάζω σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go