Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εξαλλάσσω· ’ξαλλάσσω.
-
- Αλλάζω, μεταβάλλομαι:
- Αρχίνησε με πρόσοψιν … ’ξαλλαγμένη (Θησ. Ι´ [535]).
[αρχ. εξαλλάσσω. Τ. ’ξαλλάζω σήμ. ιδιωμ.]
- Αλλάζω, μεταβάλλομαι:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[αρχ. εξαλλάσσω. Τ. ’ξαλλάζω σήμ. ιδιωμ.]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |