Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξαγγέλλω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξαγγέλλω [eksangélo] -ομαι Ρ πρτ. εξάγγελλα και εξήγγελλα, αόρ. εξήγγειλα και εξάγγειλα, απαρέμφ. εξαγγείλλει, παθ. αόρ. εξαγγέλθηκα, απαρέμφ. εξαγγελθεί, μππ. εξαγγελμένος : ανακοινώνω, συνήθ. επίσημα, αυτό που πρόκειται να κάνω: Ο πρωθυπουργός θα εξαγγείλει από το βήμα της βουλής το πρόγραμμα της νέας κυβέρνησης. Ούτε υπόσχομαι ούτε ~ τίποτα.

[λόγ. < αρχ. ἐξαγγέλλω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go