Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαφορίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφορίζω [δiaforízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (μαθημ.) εκτελώ μαθηματικό υπολογισμό, για να βρω το διαφορικό μιας συνάρτησης. 2. (σπάν.) διαφοροποιώ.

[λόγ. διάφορ(ος) -ίζω μτφρδ. γαλλ. différencier (διαφ. το αρχ. διαφορῶ `διασκορπίζω΄ και το μσν. διαφορίζω (< διάφορο) `έχω κέρδος΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
διαφορίζω.
  • Έχω όφελος, κερδίζω:
    • ο ρήγας έχει την έξοδον και άλλοι διαφορίζουν (Χρον. Μορ. H 8528).

[<αόρ. του διαφορώ. Η λ. τον 11.-12. αι. (LBG)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go