Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαφιλονικώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαφιλονικώ [δiafilonikó] Ρ10.9α μπε. διαφιλονικούμενος : διεκδικώ ή διαμφισβητώ κτ., συνήθ. στη μπε.: Περιοχή διαφιλονικούμενη από δύο γειτονικές χώρες.

[λόγ. < αρχ. διαφιλονικῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go