Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαυγάζω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
διαυγάζω.
  • (Προκ. για την ημέρα) αρχίζω να χαράζω, ν’ ανατέλλω:
    • (Διγ. Gr. 3065).

[μτγν. διαυγάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go