Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαστρεβλώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαστρεβλώνω [δiastrevlóno] -ομαι Ρ1 : παραποιώ την αλήθεια σχετικά με κτ. και το παρουσιάζω στους άλλους διαφορετικό από ό,τι πραγματικά είναι: ~ τα λόγια / τις απόψεις κάποιου. Οι εφημερίδες να μη διαστρεβλώνουν τα γεγονότα. || Διαστρεβλωμένη αλήθεια, παραποιημένη.

[λόγ. < αρχ. διαστρεβλ(ῶ) `τεντώνω στρίβοντας΄ -ώνω, κατά τη σημ. του ελνστ. στρεβλῶ `διαστρέφω λέξεις΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go