Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διασπώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασπώ [δiaspó] -ώμαι Ρ10.8 αόρ. διέσπασα και (σπάν.) διάσπασα, απαρέμφ. διασπάσει, μππ. διασπασμένος : 1. χωρίζω σε μικρότερα τμήματα ένα ενιαίο ή οργανωμένο σύνολο: Οι επιστήμονες πέτυχαν να διασπάσουν τον πυρήνα του ατόμου. Διασπάστηκε το κόμμα / το συνδικαλιστικό κίνημα. || στη λεξικογραφία, λημματογραφώ ξεχωριστά ομόγραφες λέξεις. || (χημ.): Διασπάται μια χημική ένωση. || (φυσ.): Διασπάται ο πυρήνας του ατόμου. 2. διακόπτω τη συνέχεια ή την ενότητα των τμημάτων ενός οργανωμένου συνόλου: Διέσπασε τον αποκλεισμό και εφοδίασε τους πολιορκημένους με τρόφιμα. H πρόσοψη του κτιρίου διασπάται από μεγάλα ανοίγματα.

[λόγ. < αρχ. διασπῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go