Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- διασείω.
-
- Σείω βίαια·
- (εδώ μεταφ. προκ. για πρόσωπο) ταράζω, πειράζω· ενοχλώ:
- χαρτί βεβαιωτικόν της βασιλείας αυτού ότι τινάς να μην τον διασείσει (ενν. τον Ηρώδην) (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 242ν).
- (εδώ μεταφ. προκ. για πρόσωπο) ταράζω, πειράζω· ενοχλώ:
[αρχ. διασείω]
- Σείω βίαια·