Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διασαφηνίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διασαφηνίζω [δiasafinízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. πιο σαφές, πιο κατανοητό: Zητώ να διασαφηνιστούν ορισμένα σκοτεινά σημεία της εγκυκλίου.

[λόγ. < αρχ. διασαφηνίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go