Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαπράττω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαπράττω [δiapráto] -ομαι Ρ αόρ. διέπραξα, απαρέμφ. διαπράξει, παθ. αόρ. διαπράχθηκα, απαρέμφ. διαπραχθεί : εκτελώ, κάνω μια αξιόποινη πράξη: Kατηγορείται ότι διέπραξε φόνο. Σπείρα νεαρών διέπραξε κλοπές. Στις μεγάλες πόλεις διαπράττονται πολλά εγκλήματα.

[λόγ. < αρχ. διαπράττω `επιτελώ΄ σημδ. γαλλ. perpétrer]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go