Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαολοστέλνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαολοστέλνω [δjaolostélno] -ομαι & διαβολοστέλνω [δjavolostélno] -ομαι Ρ αόρ. δια(β)ολόστειλα, απαρέμφ. δια(β)ολοστείλει, παθ. αόρ. δια(β)ολοστάλθηκα, απαρέμφ. δια(β)ολοσταλθεί : στέλνω κπ. στο διάολο, τον διώχνω βρίζοντάς τον: Ήρθε πάλι για να ζητήσει λεφτά, μα τον διαολόστειλα.

[διαολο-, διαβολο- + στέλνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go