Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διανοίγω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διανοίγω [δianíγo] -ομαι Ρ2.2 : (λόγ.) ανοίγω, δημιουργώ άνοιγμα σε συμπαγή όγκο με στόχο να δημιουργήσω πέρασμα: ~ μια σήραγγα. || (μτφ.): H συνεργασία μας διανοίγει νέες προοπτικές για την εταιρεία.

[λόγ. < αρχ. διανοίγω]

[Λεξικό Κριαρά]
διανοίγω.
  • Αναπτύσσω, εξηγώ:
    • Καλώς ουν ο Φυσιολόγος διήνοιξε περί της πέρδικος (Φυσιολ. 3549).

[αρχ. διανοίγω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go