Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διανεύω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διανεύω [δjanévo] Ρ5.2α : (λογοτ.) κάνω νεύμα.

[ελνστ. διανεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
διανεύω· διανεύγω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Διαχειρίζομαι, τακτοποιώ:
      • τό έχει … καλά να το διανεύγει (Φορτουν. Α´ 7 κριτ. υπ).
    • 2) Έρχομαι σε σχέσεις, σχετίζομαι:
      • με άλλους ναύτες γέροντες εσμίξει και διανέψει (Σαχλ., Αφήγ. 306).
    • 3) Συνεννοούμαι με νεύματα:
      • αυτός τους εδιάνευε και απέμεινε βουβός (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Λουκ. α´ 22).
  • II. Μέσ.
    • 1) Ζω, περνώ τον καιρό μου:
      • διανεύεται απραγμόνως (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 14427).
    • 2) Συμπεριφέρομαι:
      • βλέπω σε να διανεύεσαι με θαυμαστήν εγνώρα (Φαλιέρ., Ιστ. 460).

[μτγν. διανεύω. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go