Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαμοιράζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαμοιράζω [δiamirázo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) μοιράζω.

[λόγ. < μσν. διαμοιράζω < δια- μοιράζω]

[Λεξικό Κριαρά]
διαμοιράζω· διαμεράζω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Μοιράζω, διανέμω:
        • το χρυσάφι όλο αυτό διαμοίρασε (Ζήν. Γ´ 245
      • β) διαχωρίζω:
        • ο ρήγας εδιεμοίρασεν του καθενός το αλλάγιν (Χρον. Μορ. P 6203).
    • 2) Κομματιάζω, ξεσχίζω:
      • να συναχθούν τα όρνεα να με διαμοιράσουν (Περί ξεν. 225).
    • 3) Τοποθετώ αραιά:
      • τους επίλοιπους Ρωμαίους τους εδιαμέρασε εισέ πολλούς τόπους (Χρον. σουλτ. 8430).
  • II. Μέσ.
    • 1) Μοιράζομαι κ. με κάπ.:
      • ένα πουγγί … να διαμοιρασθούσιν (Ιστ. Βλαχ. 1030).
    • 2) Κομματιάζω:
      • «Κύριε Θεέ, … εάν εγώ ενθυμηθώ να σε παραπονέσω, θηρία να με διαμοιραστούν …» (Διγ. Esc. 904).

[<πρόθ. διά + μοιράζω. Η λ. τον 6. αι., στο LBG και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go