Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- διαμερίζω [δiamerízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) χωρίζω κτ. σε μικρότερα μέρη, ιδίως σε μερίδια.
[λόγ. < αρχ. διαμερίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- διαμερίζω.
-
- I. Ενεργ.
- α) Διανέμω, μοιράζω:
- ο βασιλεύς ώρισεν, ίνα … παν βρώσιμον διαμερίζειν κατ’ οίκον (Ψευδο-Σφρ. 40419)·
- β) χωρίζω, διαιρώ:
- διαμερίζει τα μέρη της γραμματικής και θεωρεί τα εις έξι (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 852).
- α) Διανέμω, μοιράζω:
- II. Μέσ.
- Α´ Αμτβ.
- α) Χωρίζομαι σε ομάδες:
- διαμερισθέντες, ο μεν ο βασιλεύς συν τῳ Ιωάννῃ …, ο δε μέγας δούκας εν τῃ Βασιλικῄ Πύλῃ (Δούκ. 35517)·
- β) διασκορπίζομαι:
- ως εύρον αυτούς διαμεμερισμένους …, ενίκησαν (Ιστ. πολιτ. 469‑10).
- α) Χωρίζομαι σε ομάδες:
- Β´ Μτβ.
- α) Μοιράζομαι κ. με άλλους:
- Εδιαμερίστησαν οι θειοί σου την Κύπρον (Μαχ. 44835)·
- β) διαιρώ, μοιράζω:
- τον λαόν της πόλεως διεμερίσατο (Ιστ. Ηπειρ. XX2‑3 κριτ. υπ).
- α) Μοιράζομαι κ. με άλλους:
- Α´ Αμτβ.
[αρχ. διαμερίζω. Η λ. και σήμ. λόγ.]
- I. Ενεργ.