Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διακωμωδώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακωμωδώ [δiakomoδó] -ούμαι Ρ10.9 : παρουσιάζω με κωμικό τρόπο κπ. ή κτ., με σκοπό να διασκεδάσω τον ακροατή, το θεατή ή τον αναγνώστη και ταυτόχρονα να καυτηριάσω πρόσωπα ή καταστάσεις ή να προβάλω διάφορα κοινωνικά προβλήματα: Tο έργο διακωμωδεί τις λαϊκές προλήψεις. Ο τύπος του ρακένδυτου δημόσιου υπαλλήλου διακωμωδήθηκε παλαιότερα από τους γελοιογράφους. || γελοιοποιώ: Yπονομεύονται οι θεσμοί, όταν διακωμωδούνται.

[λόγ. < αρχ. διακωμῳδῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go