Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διακυβερνώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διακυβερνώ [δiakivernó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : ασκώ την πολιτική εξουσία· κυβερνώ κτ.

[λόγ. δια- κυβερνώ ή ελνστ. διακυβερνῶ `καθοδηγώ΄, αρχ. σημ: `οδηγώ καράβι΄, με αλλ. της σημ. κατά το κυβερνώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go