Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: διαβιώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβιώνω [δiavióno] Ρ1α : περνώ τη ζωή μου με έναν τρόπο, ζω κάτω από ορισμένες συνθήκες: Πληθυσμοί που διαβιώνουν κάτω από άθλιες συνθήκες.

[λόγ. < αρχ. διαβι(ῶ) -ώνω `ζω ένα χρονικό διάστημα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
διαβίωση η [δiavíosi] Ο33 : ο τρόπος με τον οποίο ζει κάποιος, οι συνθήκες της ζωής: Aνεκτές / πολυτελείς / άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Θερινή / χειμερινή ~, σε συνθήκες καλοκαιριού / χειμώνα.

[λόγ. < ελνστ. διαβίω(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go