Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δημοσιογραφώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δημοσιογραφώ [δimosioγrafó] Ρ10.9α : 1. γράφω και δημοσιεύω κείμενα σε εφημερίδα ή σε περιοδικό (είτε ως επαγγελματίας δημοσιογράφος είτε ως συνεργάτης): Δημοσιογραφεί σε αθηναϊκή / σε τοπική εφημερίδα. 2. ασκώ το επάγγελμα του δημοσιογράφου.

[λόγ. δημοσιογράφ(ος) -ώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go