Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δημοπρατώ [δimoprató] -ούμαι Ρ10.9 : πουλώ κτ. σε δημοπρασία ή αναθέτω σε κπ. την εκτέλεση έργου με τη διαδικασία της δημοπρασίας: Δημοπρατήθηκε το έργο της κατασκευής του μετρό.
[λόγ. < ελνστ. δημοπράτ(ης) `αυτός που βγάζει σε πλειστηριασμό δημόσια περιουσία΄ -ώ]