Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δειγματίζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δειγματίζω [δiγmatízo] -ομαι Ρ2.1 : παρουσιάζω δείγμα ενός εμπορεύσιμου προϊόντος ή υλικού.

[λόγ. < ελνστ. δειγματίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
δειγματίζω.
  • Δείχνω:
    • διά της χειρός δειγματίσας τούτον (Δούκ. 379).

[μτγν. δειγματίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go