Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δασμολογώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δασμολογώ [δazmoloγó] -ούμαι Ρ10.9 : επιβάλλω δασμό σε ένα εμπόρευμα: Δημοσιεύτηκε νέος κατάλογος ειδών που δασμολογούνται.

[λόγ. < αρχ. δασμολογῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go