Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- γκρεμώ· κρεμμώ· κρεμνώ· κρεμώ.
-
- 1) Ρίχνω κάπ. από ψηλό σημείο κάτω:
- ερίκταν, εγκρεμούσαν, τόσον λαόν εσκότωναν (Αχέλ. 410).
- 2) Γκρεμίζομαι, πέφτω από μεγάλο ύψος, σκοτώνομαι:
- από τον φόβον ενέβησαν εις τα δώματα και εκρεμμούσαν κάτω (Μαχ. 31420).
[<αόρ. του γκρεμίζω. Ο τ. κρεμνώ στο Βλάχ.· κρημνώ στο Du Cange (‑άν) και (ε)γκρεμνώ στο Somav. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γκρεμίζω)]
- 1) Ρίχνω κάπ. από ψηλό σημείο κάτω: