Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βροντοφωνάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροντοφωνάζω [vrondofonázo] Ρ2.2α : 1. μιλώ, λέω κτ. με βροντερή φωνή: Aς βροντοφωνάξουμε: «Kάτω ο πόλεμος». 2. (μτφ.) διακηρύσσω κτ. έντονα και αποφασιστικά: Πρέπει να βροντοφωνάξουμε την αλήθεια, να τη μάθουν όλοι.

[βροντοφων(ώ) μεταπλ. -άζω αναλ. προς το ρ. φωνάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go