Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βροντοκοπώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βροντοκοπώ [vrondokopó] & -άω Ρ10.1α : παράγω ισχυρό κρότο, θόρυβο χτυπώντας κτ. συνεχώς: Mη βροντοκοπάς έτσι την πόρτα, θα τη σπάσεις.

[βροντο- + -κοπώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go