Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βρικολακιάζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βρικολακιάζω [vrikolakázo] Ρ2.1α μππ. βρικολακιασμένος : 1. γίνομαι βρικόλακας: Nεκροί άταφοι που βρικολάκιασαν. 2. (μτφ.) α. ζω πάρα πολύ: Bρικολάκιασε η γριά. β. δε με πιάνει ύπνος τη νύχτα: Aπόψε βρικολάκιασα ως το πρωί. γ. για θεσμούς ή αντιλήψεις που αναβιώνουν, ενώ είναι ξεπερασμένα και καταδικασμένα στη συνείδηση των ανθρώπων: Φασιστικά συστήματα που βρικολάκιασαν.

[μσν. *βρικολακιάζω (πρβ. μσν. βρικολακιασμένος) < βρικόλακ(ας) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
βρικολακιάζω,
βλ. βουρκολακιάζω.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go