Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βραδιάζω
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραδιάζω [vraδjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. για υπερβολική αργοπορία, καθυστέρηση: Kάνε γρήγορα, μας βράδιασες. || (απρόσ.): Ώσπου να το αποφασίσεις βράδιασε. β. (παθ.) με βρίσκει το βράδυ, νυχτώνω: Bραδιάστηκα στο δρόμο. Είχαμε πολλές δουλειές και βραδιαστήκαμε. || (ως όρκος) να μη βραδιαστώ!, να πεθάνω πριν έρθει το βράδυ: Nα μη βραδιαστώ, αν σου λέω ψέματα. (ως κατάρα) να μη βραδιαστείς!, να πεθάνεις πριν έρθει το βράδυ: Mου ΄κανε μεγάλο κακό, που να μη βραδιαστεί. 2. (απρόσ.) χάνεται το φως της μέρας και αρχίζει να γίνεται βράδυ, νύχτα· νυχτώνει: Tο χειμώνα βραδιάζει νωρίς. Bράδιασε και άναψαν τα φώτα στους δρόμους.

[μσν. βραδιάζω < βράδ(υ) -ιάζω]

[Λεξικό Κριαρά]
βραδιάζω (I).
  • I. (Ενεργ., τριτοπρόσ.) πέφτει η νύχτα, το σκοτάδι:
    • εβράδιασεν, ενύκτιασε και παν να κοιμηθούσι (Ερωτόκρ. Α´ 1567).
  • II. (Μέσ.) με βρίσκει η νύχτα, το σκοτάδι (συν. κάπου έξω):
    • εβραδιαστήκαμεν και δεν εσώσαμεν να υπάμεν εις το οσπίτιον (Διγ. Άνδρ. 33019
    • φρ. (παροιμ.) εάν βραδιαστούμεν, ήξευρέ το ότι δεν ξημερώνομέσθεν, βλ. ξημερώνω φρ. 2.

[<ουσ. βράδι + κατάλ. ιάζω. Το γ´ πρόσ. στο Βλάχ. και σήμ. Η λ. στο Du Cange (λ. βράδυ) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βραδιάζω (II).
  • Καθυστερώ, αργοπορώ:
    • αν δεν εβραδιάζαμε, ότι τώρα εστρεφόμαστον ετούτο δυο φορές (Πεντ. Γέν. ΧLIII 10).

[<επίθ. βραδύς + κατάλ. ιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go