Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βραβεύω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βραβεύω [vravévo] -ομαι Ρ5.1 : απονέμω βραβείο σε κπ., τον ανταμείβω υλικά ή ηθικά: H επιτροπή βράβευσε τα τρία καλύτερα διηγήματα. Οι πρώτοι μαθητές του σχολείου βραβεύτηκαν για την επίδοσή τους. Οι βραβευμένοι αθλητές έδωσαν συνέντευξη τύπου.

[λόγ. < ελνστ. βραβεύω, αρχ. σημ.: `διευθετώ τους αγώνες και απονέμω τα βραβεία΄]

[Λεξικό Κριαρά]
βραβεύω.
  • Παρέχω ως βραβείο, ανταμείβω:
    • (Διακρούσ., Πένθος 182).

[αρχ. βραβεύω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go