Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βοώ
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βοώ [voó] Ρ10.1α : (λόγ.) φωνάζω δυνατά: Tα γεγονότα βοούν, καθιστούν κτ. ολοφάνερο, το δείχνουν καθαρά. ΦΡ φωνή* βοώντος εν τη ερήμω.

[λόγ. < αρχ. βοῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
βοώ· βογώ.
  • Φωνάζω, κραυγάζω:
    • της ζωής στερούμενα (ενν. τα ζώα) έκαστον τότ’ εβόα (Κορων., Μπούας 25
    • (μεταφ.):
      • το αίμαν του βοά εις εμέ (Χούμνου, Κοσμογ. 196).

[αρχ. βοάω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βοωτίκτιστος, επίθ.
  • (Προκ. για την αρχαία Θήβα) που κτίστηκε, που ιδρύθηκε από έναν βοώτη, δηλ. τον Κάδμο:
    • μηδέ το βοωτίκτιστον άστυ προσκατασκάψῃς (Βίος Αλ. 2291).

[<επίθ. βοόκτιστος του Ψευδο-Καλλισθένη (DGE, L‑S Suppl.) με αντικατάσταση του α´ συνθ. από το αρχ. ουσ. βοώτης για μετρικούς λόγους· πβ. και τ. Βοωτός του εθν. Βοιωτός (DGE, στη λ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go