Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βουρλίζω [vurlízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) 1. κάνω κπ. έξαλλο, τον τρελαίνω: Bουρλίστηκε, όταν το άκουσε. Tον βούρλισε ο πόνος για το χαμό της γυναίκας του. 2. κάνω κπ. να ταραχτεί, να ανησυχήσει, τον παραζαλίζω: Άσ΄ τον να βουρλίζεται. Mη με βουρλίζεις με την πολυλογία σου. 3. (συνήθ. παθ.) α. καταλαμβάνομαι από κάποιο πάθος (οργή, έρωτα, μίσος κτλ.). β. αφοσιώνομαι υπερβολικά σε κτ.
[μσν. βουρλίζω `τρέμω σαν βούρλο΄ < βούρλ(ο) -ίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- βουρλίζω,
- βλ. βρουλίζω.