Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βολτάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βολτάρω [voltáro] Ρ6α : διανύω μιαν απόσταση συνήθ. σύντομη με τα πόδια ή σπανιότερα με μεταφορικό μέσο, κάνω βόλτα: M΄ αρέσει να ~ στην έρημη παραλία. Bολτάρει νευρικά πάνω κάτω.

[ιταλ. voltar(e)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go