Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βολοδέρνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βολοδέρνω [voloδérno] Ρ αόρ. βολόδειρα, απαρέμφ. βολοδείρει : υποβάλλομαι σε ταλαιπωρίες, κακουχίες, βάσανα, δεινοπαθώ: Bολοδέρνει όλη μέρα για το μεροκάματο. || περιπλανιέμαι: Bολόδερνε είκοσι χρόνια στην ξενιτιά.

[σλαβ. vol `βόδι΄ + der `γδέρνω΄ (για γδάρτες βοδιών που περιφέρονταν από τόπο σε τόπο) παρετυμ. βόλ(ος) -ο- + δέρνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go