Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βλεφαρίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βλεφαρίζω [vlefarízo] Ρ2.1α : 1. ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα. 2. (λαϊκ.) κουνώ τα βλέφαρα κάνοντας σινιάλο: Bλεφάρισα μια γκόμενα στο διπλανό τραπέζι.

[ελνστ. βλεφαρίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go